Όλα τα μουσικά όργανα που γνωρίζουμε έχουν πολύ αρχαία προέλευση.
Τα έγχορδα - από το κυνηγετικό τόξο.
Τα πνευστά - από το κέλυφος, κέρας, καλάμι.
Τα κρουστά - ό,τι κατά την κρούση μπορούσε να βγάλει ήχο, όπως πέτρες, ξύλα, τεντωμένα δέρματα ζώων κτλ.

Τα μουσικά όργανα σήμερα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες :
1. Έγχορδα
2. Πνευστά
3. Κρουστά
4.Ηλεκτρόφωνα (όργανα που δημιουργήθηκαν μετά τα μέσα του 20ού αιώνα)
ΈΓΧΟΡΔΑ: Ονομάζονται τα όργανα που διαθέτουν χορδές και η εκμαίευση του ήχου προκαλείται από τη νύξη της χορδής . Κατά συνέπεια έχουμε:
Τοξωτά - Νυκτά - Κρουόμενα
1. Έγχορδα όργανα με τόξο: Η διέγερση των χορδών προκαλείται από την τριβή τους με ένα δοξάρι ή τόξο, π.χ. βιολί, βιόλα κ.τ.λ.
2. Νυκτά ή νυσσόμενα έγχορδα: Εδώ οι χορδές νύσσονται, ‘τσιμπιούνται’ απ’ ευθείας με τα δάκτυλα του οργανοπαίχτη, π.χ. άρπα, κιθάρα κ.τ.λ.
3. Έγχορδα κρουόμενα: Οι χορδές σε αυτή την κατηγορία διεγείρονται από την κρούση ειδικών μπαγκετών ή μικρών σφυριών πάνω στις χορδές, π.χ. σαντούρι ή πιάνο, αντίστοιχα.
Το Πιάνο δεν ανήκει στην κατηγορία αμιγώς έγχορδου οργάνου , καθώς ο ήχος του παράγεται πρώτα - από την κρούση των πλήκτρων με τα δάκτυλα και δεύτερον - από την κρούση του σφυριού στις χορδές, στο εσωτερικό του μηχανισμού. Κατά συνέπεια τα δάκτυλα κρούουν τα πλήκτρα και δεν αγγίζουν ποτέ τις χορδές.
Έτσι το Πιάνο ονομάζεται δικαίως ως κρουστό - έγχορδο όργανο.
Παρόλο που το πιάνο επινοήθηκε από έναν Ιταλό, οι κατασκευαστές που το βελτίωσαν αλλά και το εξέλιξαν στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα ήταν Γερμανοί. Πιο συγκεκριμένα ήταν ο Γκότφριντ Ζίλμπερμαν(Gottfried Silbermann), ο μαθητής του Γιοχάνες Τσούμπε(Johannes Zumpe) και ο Γιοχάνες Αντρέας Στάιν.(Johannes Andreas Stein).
Οι συνεχείς βελτιώσεις στην κατασκευή του πιάνου συνεχίστηκαν τα επόμενα 100 χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική. Αυτές οι βελτιώσεις αφορούσαν κυρίως την μουσική έκταση του μουσικού οργάνου και την ενίσχυση του σκελετού(σώματος) του. Στις μέρες μας το πιάνο είναι ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά όργανα και χρησιμοποιείται είτε σαν σολιστικό είτε σαν συνοδευτικό μουσικό όργανο.
https://virtualpiano.net/
΄Εγχορδα όργανα συμφωνικής ορχήστρας:
Τοξωτά - Νυκτά - Κρουόμενα
1. Έγχορδα όργανα με τόξο: Η διέγερση των χορδών προκαλείται από την τριβή τους με ένα δοξάρι ή τόξο, π.χ. βιολί, βιόλα κ.τ.λ.
2. Νυκτά ή νυσσόμενα έγχορδα: Εδώ οι χορδές νύσσονται, ‘τσιμπιούνται’ απ’ ευθείας με τα δάκτυλα του οργανοπαίχτη, π.χ. άρπα, κιθάρα κ.τ.λ.
3. Έγχορδα κρουόμενα: Οι χορδές σε αυτή την κατηγορία διεγείρονται από την κρούση ειδικών μπαγκετών ή μικρών σφυριών πάνω στις χορδές, π.χ. σαντούρι ή πιάνο, αντίστοιχα.
Το Πιάνο δεν ανήκει στην κατηγορία αμιγώς έγχορδου οργάνου , καθώς ο ήχος του παράγεται πρώτα - από την κρούση των πλήκτρων με τα δάκτυλα και δεύτερον - από την κρούση του σφυριού στις χορδές, στο εσωτερικό του μηχανισμού. Κατά συνέπεια τα δάκτυλα κρούουν τα πλήκτρα και δεν αγγίζουν ποτέ τις χορδές.
Έτσι το Πιάνο ονομάζεται δικαίως ως κρουστό - έγχορδο όργανο.
Παρόλο που το πιάνο επινοήθηκε από έναν Ιταλό, οι κατασκευαστές που το βελτίωσαν αλλά και το εξέλιξαν στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα ήταν Γερμανοί. Πιο συγκεκριμένα ήταν ο Γκότφριντ Ζίλμπερμαν(Gottfried Silbermann), ο μαθητής του Γιοχάνες Τσούμπε(Johannes Zumpe) και ο Γιοχάνες Αντρέας Στάιν.(Johannes Andreas Stein).
Οι συνεχείς βελτιώσεις στην κατασκευή του πιάνου συνεχίστηκαν τα επόμενα 100 χρόνια στην Ευρώπη και την Αμερική. Αυτές οι βελτιώσεις αφορούσαν κυρίως την μουσική έκταση του μουσικού οργάνου και την ενίσχυση του σκελετού(σώματος) του. Στις μέρες μας το πιάνο είναι ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά όργανα και χρησιμοποιείται είτε σαν σολιστικό είτε σαν συνοδευτικό μουσικό όργανο.
https://virtualpiano.net/
΄Εγχορδα όργανα συμφωνικής ορχήστρας:
Άλλα έγχορδα όργανα όπως : Κιθάρα, Λύρα (ποντιακή, κρητική,Θρακική) ,Λαούτο
Ποντιακή λύρα ή κεμεντζές.
Κατά τη μυθολογία, ο εφευρέτης της λύρας είναι ο Ερμής,ο οποίος χάρισε τη λύρα στον Θεό Απόλλωνα για να τον εξευμενίσει.
Αν θέλει όμως κάποιος να αναζητήσει την προέλευση της λυρικής ποίησης ως λογοτεχνικό είδος στην αρχαία Ελλάδα,θα ανακαλύψει πως ονομάστηκε έτσι ,επειδή πάντα στην εκφώνηση της συνοδευόταν από τη λύρα.
Η λύρα ,λοιπόν ,είτε είναι Ποντιακή, είτε Κρητική, είτε θρακική, η προέλευση της βρίσκεται βαθιά στην αρχαιότητα.

Η κιθάρα εμφανίστηκε, όπως και το λαούτο, την εποχή του Μεσαίωνα στη Ισπανία, προερχόμενη από τους Άραβες. Η κιθάρα, καθώς και το λαούτο είχαν διαδοθεί στην Ευρώπη από τα τέλη του 14ου αιώνα και συνυπήρχαν για αρκετά χρόνια. Η κιθάρα, λόγω της πιο εύκολής της εμάθησης, χρησιμοποιείτο στην λαϊκή μουσική, ενώ το λαούτο και η βιουέλα(σχήμα κιθάρας με πλήθος χορδών και με τρόπο παιξίματος του λαούτου) -στην έντεχνη μουσική.
Με το πέρασμα του χρόνου η δημοτικότητα του λαούτου και της βιουέλας εξασθένιζε, ενώ η δημοτικότητα της κιθάρας είναι αρκετά μεγάλη μέχρι και στις μέρες μας.
Υπάρχουν πολύ τύποι κιθάρας, από τους οποίους η ισπανική κιθάρα(με πέντε χορδές) προσεγγίζει την σύγχρονη που έχει έξι χορδές. Η έκτη χορδή προστέθηκε κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα. Η κλασική κιθάρα ανήκει στην κατηγορία των έγχορδων μουσικών οργάνων και παίζεται τραβώντας τις χορδές με τον αντίχειρα ή τα δάκτυλα του χεριού ή με μια πένα. Ενώ το ένα χέρι διεγείρει την χορδή, το άλλο πιέζει την χορδή σε διάφορα σημεία της, αυξομειώνοντας το μήκος των χορδών αλλάζοντας τονικό ύψος. Τα βασικά μέρη από τα οποία αποτελείται η κλασική κιθάρα είναι το σώμα, οι χορδές και η ταστιέρα.
Το πλήθος των χορδών της είναι έξι και οι θεμελιώδεις συχνότητες κάθε μίας, είναι :
1) ΜΙ-82Hz(E2), 2) ΣΙ-110Hz(A2), 3) ΣΟΛ-146Hz(D3), 4) ΡΕ-196Hz(G3), 5) ΛΑ-246Hz(B3), 6) ΜΙ-329Hz(E4),
ξεκινώντας από την χορδή που έχει την μεγαλύτερη πυκνότητα (πιο λεπτή) μέχρι την χορδή που έχει την μικρότερη πυκνότητα (πιο παχιά).
Βασική λειτουργία κιθάρας.
Κατά το παίξιμο της κιθάρας, ο οργανοπαίχτης τραβάει προς μια διεύθυνση την χορδή και μετά την αφήνει ελεύθερη. Έτσι, η χορδή αρχίζει να ταλαντώνεται. Το πλάτος των ταλαντώσεων της χορδής είναι αρκετά μεγάλο, αλλά η χορδή έχει πολύ μικρή επιφάνεια και έτσι, εκπέμπεται πολύ μικρή ένταση ήχου. Όμως, ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας ταλάντωσης της χορδής, μεταφέρεται στο καπάκι και έτσι μετατρέπεται σε ενέργεια ταλάντωσης του καπακιού. Βέβαια, περισσότερο ταλαντώνεται το ελεύθερο τμήμα του καπακιού της κιθάρας απ’ ότι το πάνω τμήμα της ηχητικής οπής. Επίσης, μέρος της ενέργειας μεταφέρεται στα πλαϊνά μέρη της κιθάρας, στην πλάτη και στην αέρια κοιλότητα που περικλείεται στο εσωτερικό του σώματος της κιθάρας, η ταλάντωση των οποίων είναι μικρότερη σε σχέση με την ταλάντωση του ελεύθερου τμήματος του καπακιού. Η μεγάλη επιφάνεια του καπακιού το καθιστά ικανοποιητική πηγή εκπομπής ήχου. Έτσι, το σώμα της κιθάρας λειτουργεί σαν ενισχυτής του ασθενούς ήχου των χορδών. Όταν, μεταφέρεται μέρος της ενέργειας από τις χορδές στο σώμα, το σώμα δεν ενισχύει ομοιόμορφα όλες τις συχνότητες με αποτέλεσμα το φάσμα του εκπεμπόμενου ήχου του καπακιού να είναι διαφορετικό από το φάσμα της ταλαντευόμενης χορδής. Επιρροή στο εκπεμπόμενο ήχο της κιθάρας, έχει και ο τρόπος που διεγείρεται η χορδή. Όσο πιο μαλακά διεγείρεται η χορδή τόσο μικρότερο είναι το πλάτος των υψηλών αρμονικών του συνολικού φάσματος, ενώ όσο πιο δυνατά διεγείρεται τόσο μεγαλύτερο είναι το πλάτος των υψηλών αρμονικών.
Ρωσία : Μπαλαλάικα
Παραδοσιακό όργανο της Ρωσίας ,σύμβολο του ρωσικού λαού.
Χρονολογικά υπολογίζεται στον 15 αιώνα μ.χ. Η προέλευση της είναι μία πολύπλοκη ιστορία , είναι συνονθύλευμα επιρροών άλλων πολιτισμών καθώς και ιδιοσυγκρασίας και ευρεσιτεχνίας των ντόπιων ανθρώπων - σύμφωνα πάντα με της γεωμορφολογικές και κλιματικές τους ανάγκες .
Έχει 3 χορδές μεταλλικές, οι οποίες διαθέτουν ιδιαίτερο τρόπο κουρδίσματος έτσι έχουμε έναν ιδιαίτερο , γλυκό ήχο.
Gusli : Παραδοσιακό ρώσικο όργανο .
Ιστορικά αναφέρεται από τον 11ο αιώνα μ,χ, Οι ρίζες του Gusli βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα και θεωρείται ότι το όργανο είναι απόγονο της Λύρας, Φόρμιγγας (Κίθάρας) και Άρπας .
Σαντούρι, Κανονάκι, Μαντολίνο ,Μπουζούκι, Ταμπουράς κ.α.
Το Κανονάκι : (ονομασία που προέρχεται από τον κανόνα - το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό όργανο από την αρχαιότητα ως τρίγωνο ή επιγόνειος άρπα.
Είναι νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές.
Φυσικά υπάρχουν κι'άλλα πολλά παραδοσιακά όργανα άλλον χωρών όπως:
![]() |
Κίνα : Τσιεν |
ΠΝΕΥΣΤΑ ΟΡΓΑΝΑ
Πνευστά ονομάζονται τα όργανα των οποίον ο ήχος παράγεται κατόπιν φυσήματος .
Το αρχαιότερο φλάουτο-πνευστό μουσικό όργανο , 40.000 χρόνων.
Βρέθηκε στην νότια Γερμανία και είναι φτιαγμένο από κόκαλα πουλιών και κέρας μαμούθ. Σύμφωνα με τη θεωρία η μουσική έδωσε ένα σοβαρό πλεονέκτημα επιβίωσης στο Homo Sapiens έναντι του Neanderthal .Τα ξύλινα πνευστά θεωρούνται από τα παλιότερα μουσικά όργανα, όπου τα πρώτα ευρήματα, που σχετίζονται με αυτά χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή (περίπου 20000π.Χ.). Ορισμένα από αυτά μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε ως προγόνους των σημερινών φλάουτων, σε μια πρωτόγονη μορφή που χρησιμοποιούσαν κούφια κόκκαλα ζώων ανοίγοντας τους μια τρύπα και έτσι παρήγαν ένα και μοναδικό ήχο. Στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών ανήκει το μουσικό όργανο recorder ή φλογέρα, όπως λέγεται στην ελληνική γλώσσα. Πολλές φορές συναντιέται και με το όνομα φλάουτο με ράμφος. Η φλογέρα χρησιμοποιείται σαν όργανο πάνω από 5000 χρόνια. Ευρήματα του τύπου της φλογέρας έχουν βρεθεί σχεδόν σε κάθε χώρα του κόσμου. Κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, η φλογέρα παίζονταν από περιπλανώμενους διασκεδαστές ή τροβαδούρους καθώς ταξίδευαν στην επαρχία. Στις φλογέρες συνηθιζόταν να παίζονται απλές μελωδίες για να συνοδεύουν χορό, επαναστάσεις ή εορταστικές εκδηλώσεις της εποχής. Η φλογέρα έφτασε στο ζενίθ της δημοτικότητας της κατά την διάρκεια της περιόδου της Αναγέννησης, όπου πολλά σπίτια είχαν πάνω από 20 φλογέρες το καθένα. Στα μέσα του 18ου αιώνα αναπτύχθηκαν όργανα, όπως το φλάουτο ή πλαγίαυλος(transverse flute), όπου λόγω πλουσιότερου ηχοχρώματος και μεγαλύτερου συχνοτικού εύρους, χρησιμοποιείτο ως όργανο της συμφωνικής ορχήστρας. Έτσι, η φλογέρα έγινε σιγά σιγά λιγότερο δημοφιλές όργανο. Παρ’ όλα αυτά η φλογέρα συνεχίζει να χρησιμοποιείται στην σύγχρονη folk μουσική και ενίοτε χρησιμοποιείται και σε ποπ-ροκ τραγούδια.

Ξύλινα όργανα Συμφωνικής Ορχήστρας:
Φλάουτο - Πίκολο, Κλαρινέτο - Μπάσο Κλαρινέτο, Όμποε, Φαγκότο- κόντρα Φαγκότο , Σαξόφωνο.
Χάλκινα όργανα Συμφωνικής Ορχήστρας :
Κόρνο, Τρομπέτα, Τρομπόνι, Τούμπα .
Χάλκινα ονομάζονται τα πνευστά, που ως αρχή της παραγωγής ήχου είναι ο τρόπος κατά τον οποίο αλλάζοντας τη δύναμη του φυσήματος ροής αέρα και τη θέση των χειλιών τείνει να , δημιουργηθεί μια αρμονική συνήχηση . Με την εφεύρεση του μηχανισμού στα πνευστά (1830) έγινε διαθέσιμη σε αυτά χρωματική κλίμακα, και έτσι έχουν γίνει πλήρη κλασικά μουσικά όργανα συμφωνικής ορχήστρας. Στο τρομπόνι για τους χρωματικούς ήχους χρησιμοποιείται ο ειδικός αναδιπλούμενος σωλήνας - rocker.
Συνήθως, αυτά τα μουσικά όργανα είναι κατασκευασμένα από μέταλλο (ορείχαλκο, χαλκό, σπανίως ασήμι ).
ΚΡΟΥΣΤΆ ΌΡΓΑΝΑ Συμφωνικής Ορχήστρας
Την πιο αρχαία προέλευση απ όλα τα όργανα έχουν τα κρουστά, η καταγωγή τους βρίσκεται στην εποχή των πρωτόγονων ανθρώπων, που χτυπώντας τις πέτρες μεταξύ τους χόρευαν και διασκέδαζαν. Η ανάγκη για επιβίωση τους ώθησε να δημιουργήσουν κάτι σαν "τύμπανο",τεντώνοντας το δέρμα των ζώων πάνω σε κοίλη ξύλινη η πήλινη επιφάνεια. Έτσι χρησιμοποιούσαν το" τύμπανο" αυτό για επικοινωνία , για το κυνήγι και για εμψύχωση.
Ένα άλλο κρουστό όργανο πολύ διάσημο (ακόμα και παίδια παίζουν),είναι το ΞΥΛΟΦΩΝΟ.
Το ξυλόφωνο είναι και αυτό πολύ παλαιό όργανο και δημιουργήθηκε ανεξάρτητα και στην Αφρική και την Ασία. Το 17ο αιώνα Αφρικανοί οργανοπαίχτες πήραν μαζί τους το ξυλόφωνο στην Κεντρική Αμερική, όπου εκεί τροποποιήθηκε και έγινε γνωστό ως μαρίμπα(marimba). Η μαρίμπα εξακολουθεί να είναι δημοφιλής στο Μεξικό και στην Κεντρική Αμερική και θεωρείται εθνικό όργανο της Γουατεμάλα.
Οι Αφρικανοί που είναι υπεύθυνοι για την διάδοση του οργάνου αυτού, ανέπτυξαν και αποτελεσματικές μεθόδους για το σωστό κούρδισμα του. Δημιουργούσαν μια εγκοπή σε σχήμα τόξου από την κάτω μεριά της ξύλινης μπάρας από την οποία αποτελείται και έτσι η μπάρα κουρδίζονταν σωστά. Αυτή η μέθοδος είναι το κλειδί του σωστού κουρδίσματος του ξυλοφώνου, της μαρίμπα και άλλων μελών της οικογένειας ξυλοφώνου.
Το ξυλόφωνο έκανε την εμφάνιση του στην Ευρώπη, πλέον με την Ευρωπαϊκή μορφή του, τον 15ο αιώνα και αναπτύχθηκε από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Οι συνθέτες της Δύσης ή δεν είχαν γνωρίσει ακόμα αυτό το όργανο ή άρχισαν να γράφουν μουσική για αυτό στα μέσα του 18ου αιώνα. Τον 190 αιώνα, το ξυλόφωνο τροποποιήθηκε προσθέτοντας του επιπλέον σειρές μπαρών και οι τέσσερις σειρές έγιναν πρότυπο ξυλοφώνου.Σύγχρονοι μουσικοί ‘αναβίωσαν’ την χρήση του ξυλοφώνου το 1960 δίνοντας μεγάλο ενδιαφέρον στην σύνθεση μουσικής γι’ αυτό το όργανο. Το ξυλόφωνο είναι ένα μουσικό όργανο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ιδιόφωνων μουσικών οργάνων και αποτελείται από κάποιες μπάρες ίδιου υλικού(π.χ. ξύλου), ίδιου πάχους αλλά διαφορετικού μήκους. Τα άκρα είναι ελαφρώς στηριζόμενα και μπορεί να θεωρηθούν σαν ελεύθερα άκρα και να παράγονται οι συχνότητες όπως παρουσιάστηκαν στην ενότητα με τα ιδιόφωνα όργανα. Η παραγωγή του ήχου γίνεται όταν στο κτυπήσουμε με ειδικούς κρουστήρες(μικρές μπαγκέτες) τις μπάρες από τις οποίες αποτελείται.
Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες :
Αλλα κρουστά όργανα
Ένα άλλο κρουστό όργανο πολύ διάσημο (ακόμα και παίδια παίζουν),είναι το ΞΥΛΟΦΩΝΟ.
Το ξυλόφωνο είναι και αυτό πολύ παλαιό όργανο και δημιουργήθηκε ανεξάρτητα και στην Αφρική και την Ασία. Το 17ο αιώνα Αφρικανοί οργανοπαίχτες πήραν μαζί τους το ξυλόφωνο στην Κεντρική Αμερική, όπου εκεί τροποποιήθηκε και έγινε γνωστό ως μαρίμπα(marimba). Η μαρίμπα εξακολουθεί να είναι δημοφιλής στο Μεξικό και στην Κεντρική Αμερική και θεωρείται εθνικό όργανο της Γουατεμάλα.
Οι Αφρικανοί που είναι υπεύθυνοι για την διάδοση του οργάνου αυτού, ανέπτυξαν και αποτελεσματικές μεθόδους για το σωστό κούρδισμα του. Δημιουργούσαν μια εγκοπή σε σχήμα τόξου από την κάτω μεριά της ξύλινης μπάρας από την οποία αποτελείται και έτσι η μπάρα κουρδίζονταν σωστά. Αυτή η μέθοδος είναι το κλειδί του σωστού κουρδίσματος του ξυλοφώνου, της μαρίμπα και άλλων μελών της οικογένειας ξυλοφώνου.
Το ξυλόφωνο έκανε την εμφάνιση του στην Ευρώπη, πλέον με την Ευρωπαϊκή μορφή του, τον 15ο αιώνα και αναπτύχθηκε από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Οι συνθέτες της Δύσης ή δεν είχαν γνωρίσει ακόμα αυτό το όργανο ή άρχισαν να γράφουν μουσική για αυτό στα μέσα του 18ου αιώνα. Τον 190 αιώνα, το ξυλόφωνο τροποποιήθηκε προσθέτοντας του επιπλέον σειρές μπαρών και οι τέσσερις σειρές έγιναν πρότυπο ξυλοφώνου.Σύγχρονοι μουσικοί ‘αναβίωσαν’ την χρήση του ξυλοφώνου το 1960 δίνοντας μεγάλο ενδιαφέρον στην σύνθεση μουσικής γι’ αυτό το όργανο. Το ξυλόφωνο είναι ένα μουσικό όργανο το οποίο ανήκει στην κατηγορία των ιδιόφωνων μουσικών οργάνων και αποτελείται από κάποιες μπάρες ίδιου υλικού(π.χ. ξύλου), ίδιου πάχους αλλά διαφορετικού μήκους. Τα άκρα είναι ελαφρώς στηριζόμενα και μπορεί να θεωρηθούν σαν ελεύθερα άκρα και να παράγονται οι συχνότητες όπως παρουσιάστηκαν στην ενότητα με τα ιδιόφωνα όργανα. Η παραγωγή του ήχου γίνεται όταν στο κτυπήσουμε με ειδικούς κρουστήρες(μικρές μπαγκέτες) τις μπάρες από τις οποίες αποτελείται.
Χωρίζονται σε δύο κατηγορίες :
Μεμβρανόφωνα :
Η ηχοπαραγωγή τους οφείλεται στην ταλάντωση μιας υπό τάση τεντωμένης μεμβράνης.
Τύμπανο, Ντέφι ,Ταμπούρο (μικρό,μεγάλο)
Η ηχοπαραγωγή τους οφείλεται στην ταλάντωση μιας υπό τάση τεντωμένης μεμβράνης.
Τύμπανο, Ντέφι ,Ταμπούρο (μικρό,μεγάλο)
Ιδιόφωνα :
Τα ιδιόφωνα στη συμφωνική ορχήστρα εμφανίζονται στα τέλη του 18ου αιώνα .
Χωρίζονται :
σε αυτά που παράγουν ήχους συγκεκριμένου τονικού ύψους - Ξυλόφωνο, Βιμπράφωνο , Μεταλλόφωνο, Τσελέστα , Καμπάνες, κτλ,
και σε αυτά που παράγουν ήχους ακαθόριστου τονικού ύψους. - Κύμβαλα
http://melodisia.mmb.org.gr/musicInstruments/list.asp
Τα ιδιόφωνα στη συμφωνική ορχήστρα εμφανίζονται στα τέλη του 18ου αιώνα .
Χωρίζονται :
σε αυτά που παράγουν ήχους συγκεκριμένου τονικού ύψους - Ξυλόφωνο, Βιμπράφωνο , Μεταλλόφωνο, Τσελέστα , Καμπάνες, κτλ,
και σε αυτά που παράγουν ήχους ακαθόριστου τονικού ύψους. - Κύμβαλα
http://melodisia.mmb.org.gr/musicInstruments/list.asp
Αλλα κρουστά όργανα
HANG![]() |
Wintergratan drum instrument